στενοτοπικός

στενοτοπικός
-ή, -ό, Ν
βιολ. (για οργανισμούς) αυτός που εμφανίζει περιορισμένο εύρος γεωγραφικής κατανομής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”